WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
go along with [sth] vtr phrasal insep figurative (permit, consent to)συμφωνώ με κτ ρ μ
  (αργκό)πάω πάσο έκφρ
 I usually just go along with what she says to avoid any arguments.
 Συνήθως συμφωνώ με ε ό,τι κι αν λέει για ν' αποφύγω τους καυγάδες.
 Συνήθως πάω πάσο σε ό,τι κι αν λέει για ν' αποφύγω τους καυγάδες.
go along with [sb/sth] vtr phrasal insep figurative (support, agree with)στηρίζω ρ μ
  συμφωνώ με κπ/κτ ρ αμ + πρόθ
 Rachel is happy to go along with Harry's suggestion.
 Η Ρέιτσελ θα στηρίξει με χαρά την πρόταση του Χάρυ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'go along with' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση go along with στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «go along with».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!